ανάπιασμα

ανάπιασμα
το, -ατος
1. το να αρχίζει κανείς μια δουλειά: Το ανάπιασμα της ζύμης κράτησε κάμποση ώρα.
2. κακολογία, κουτσομπολιό: Με το φέρσιμό του είχε γίνει το ανάπιασμα της γειτονιάς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανάπιασμα — και ανέπιασμα, το 1. έναρξη κάποιου έργου, αρχίνισμα 2. δυσφήμηση, κακολογία 3. ο άξιος κακολογίας, πρόσωπο που κακολογείται, περίγελος τού κόσμου 4. ανάκριση κάποιου για ανακάλυψη τών μυστικών του με πλάγιο τρόπο 5. (για ζώα) ο χρήσιμος για… …   Dictionary of Greek

  • ανάπιαση — και ανέπιαση, η το ανάπιασμα* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”