- ανάπιασμα
- το, -ατος1. το να αρχίζει κανείς μια δουλειά: Το ανάπιασμα της ζύμης κράτησε κάμποση ώρα.2. κακολογία, κουτσομπολιό: Με το φέρσιμό του είχε γίνει το ανάπιασμα της γειτονιάς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.